Κάθε ποσότητα ιωδίου στη διατροφή απορροφάται γρήγορα από τον εντερικό σωλήνα, κυρίως υπό μορφή ιωδιδίου και αποθηκεύεται στο θυρεοειδή μέχρι να χρειαστεί.
Στο θυρεοειδή αδένα, το ιωδίδιο οξειδώνεται σε ιώδιο αφού συνδυαστεί με το αμινοξύ τυροσίνη και μετατρέπεται σε θυροξίνη, η οποία αποθηκεύεται μέχρι να χρησιμοποιηθεί. Αυτή η διαδικασία ελέγχεται από μια ορμόνη η οποία παράγεται από την υπόφυση.
Πηγές. Πηγές ιωδίου ίναι τα θαλασσινά και τα ψάρια πχ μύδια, στρείδια, αστακός, μπακαλιάρος, σαρδέλλες κλπ. τα οποία παίρνουν το ιώδιο τους από τη θάλασσα. Όσον αφορά στα φυτικά τρόφιμα, η περιεκτικότητα τους σε ιώδιο εξαρτάται από τα εδάφη στα οποία καλλιεργήθηκαν. Αντίστοιχα στα ζωικά τρόφιμα, η ύπαρξη του ιωδίου είναι ανάλογη της διατροφής του ζώου. Εδάφη σε ορεινές περιοχές συνήθως είναι φτωχά σε ιώδιο. Σήμερα το αλάτι εμπλουτίζεται με ιώδιο (ιωδιούχο ή ιωδιωμένο αλάτι) για να αποφεύγεται η ανεπάρκεια του ιωδίου στον γενικό πληθυσμό.
Ημερήσια πρόσληψη. Ανώτατο ασφαλές επίπεδο για ημερήσιο συμπλήρωμα = 500 μg. Συνιστώμενη Ημερήσια Δόση = 150 μg.
Η απορρόφηση του ιωδίου ενισχύεται από την παρουσία του σεληνίου στη διατροφή. Αντίθετα υπάρχει μία κατηγορία ενώσεων που λέγονται βρογχοκηλογκοι, οι οποίες εμποδίζουν την απορρόφηση του ιωδίου από τον οργανισμό. Αυτές οι ενώσεις βρίσκονται στο λάχανο, τα λαχανάκια Βρυξελλών, τις πατάτες, τα φυστίκια, την ελαιοκράμβη, τη σόγια, τη φαιοφύκη κ.α. Ευτυχώς απενεργοποιούνται με το μαγείρεμα.
Αποθηκεύεται στο θυρεοειδή αδένα και εκεί χρησιμοποιείται για τη σύνθεση των ορμονών του θυρεοειδούς. Οι πιο σημαντικές είναι η τριoδοθυρονίνη (Τ3) και η θυροξίνη (Τ4).
Η απέκκριση του ανόργανου ιωδίου επιτελείται κυρίως µέσω των ούρων. Ένα µέρος αποβάλλεται και από τα κόπρανα. Επίσης, το ιώδιο εκκρίνεται και στο µητρικό γάλα.
Ανεπάρκεια. Έλλειψη ιωδίου μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη παραγωγή των ορμονών του θυρεοειδή. Η τυπική ασθένεια που οφείλεται σε έλλειψη ιωδίου είναι η βρογχοκήλη, η οποία χαρακτηρίζεται από διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα. Η διόγκωση αυτή προκαλείται από την προσπάθεια του θυρεοειδούς αδένα να παράγει περισσότερη θυροξίνη για να αντιμετωπίσει την έλλειψη ιωδίου. Σε σοβαρές περιπτώσεις έλλειψης προκαλείται κρετινισμός, με περιορισμένη εγκεφαλική ανάπτυξη και διανοητική καθυστέρηση.
Υψηλή δοσολογία. Υψηλή πρόσληψη σε ιώδιο ίσως επιφέρει υπερθυρεοειδισµό (ιδίως σε άτοµα άνω των 40 ετών) και τοξική οζώδη βρογχοκήλη, ή υπερθυρεοειδισµό σε άτοµα που πάσχουν από αυτοάνοση θυρεοειδική νόσο. Ακόµα, υπάρχει κίνδυνος για υπερκαλιαιµία µε παρατεταµένη λήψη υψηλών δόσεων. Η τοξικότητα είναι σπάνια σε δόσεις κάτω των 5000 µg την ηµέρα και περισσότερο σπάνια σε δόσεις κάτω των 1000 µg την ηµέρα. Έχουν αναφερθεί αντιδράσεις υπερευαισθησίας, όπως πονοκέφαλος, εξανθήµατα, πρήξιµο χειλέων, λαιµού και γλώσσας καθώς και αρθραλγία.
Θεραπευτικές χρήσεις. Συµπληρώµατα ιωδίου ίσως είναι απαραίτητα σε χορτοφάγους που δεν καταναλώνουν καθόλου γαλακτοκοµικά. Η πρόσληψη αυτών των ατόµων σε ιώδιο είναι πολύ χαµηλότερη από τις συνιστώµενες ηµερήσιες προσλήψεις (RDA). Επίσης χαµηλή πρόσληψη ιωδίου έχουν και οι χορτοφάγοι που καταναλώνουν γαλακτοκοµικά προϊόντα. Το ιώδιο υπό τη μορφή φυκιού μπορεί να λαμβάνεται για να διεγείρει έναν ελαφρώς αδρανή θυρεοειδή αδένα που δεν δικαιολογεί τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής. Συνήθως, το ιώδιο περιλαμβάνεται σε μικρές ποσότητες στις συνθέσεις πολυβιταμινών και μετάλλων, που είναι κατάλληλες για όλα τα υγιή άτομα.
Αλληλεπιδράσεις. Αντιθυρεοειδικά φάρµακα: Το ιώδιο µπορεί να απορρυθµίσει την λειτουργία του θυρεοειδούς.