ZING

Ο ψευδάργυρος είναι πανταχού παρόν στο σώμα μας. Όντας απαραίτητος για κύριες λειτουργίες, όπως η πέψη, η αναπαραγωγή και η ανάπτυξη, ο ψευδάργυρος σχετίζεται με την απόδοση πολλών συστημάτων του σώματος. Ο ψευδάργυρος βρίσκεται σε όλα τα φυτικά και ζωικά κύτταρα. Η απαίτηση ψευδαργύρου για τη σύνθεση του DNA (γενετικό υλικό) και των νέων ιστών, τον καθιστούν ζωτικής σημασίας στοιχείο για την ομαλή αύξηση και ανάπτυξη στην παιδική ηλικία. 
Ο ψευδάργυρος είναι απαραίτητο συστατικό για περισσότερα από 100 ένζυμα που εμπλέκονται στην πέψη και τη χρησιμοποίηση του λίπους, των πρωτεϊνών και των υδατανθράκων, ενώ είναι στενά συνδεδεμένος με τη διαδικασία παραγωγής ενέργειας.
Ο ψευδάργυρος ενισχύει, επίσης, το ανοσοποιητικό σύστημα»∙ γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχει έντονο ενδιαφέρον σχετικά με τη δυνητική του ικανότητα να καταπολεμά τις μολύνσεις και να θεραπεύει τα τραύματα.
Ο ψευδάργυρος απαιτείται για τη δημιουργία των Τ-λεμφοκυττάρων, των λευκών κυττάρων του σώματος που επιτίθενται στους ιούς και τα παθογόνα βακτήρια, βοηθώντας μας να καταπολεμήσουμε τις λοιμώξεις. Επίσης ο ψευδάργυρος συμβάλλει στην φυσιολογική ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας. Έλλειψη του προκαλεί μείωση της έκκρισης ινσουλίνης, ορμόνης που μειώνει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, και δυσανοχή στη γλυκόζη. Φαίνεται ακόμη ότι η μειωμένη πρόσληψη του  μειώνει το Βασικό Μεταβολικό Ρυθμό (BMR) και τις θυρεοειδικές ορμόνες.
Πηγές. Πολύ καλές πηγές ψευδαργύρου είναι τα στρείδια και τα οστρακοειδη, το κόκκινο κρέας, τα φιστίκια, το συκώτι του μοσχαριού, το αυγό, η λεκιθίνη της σόγιας, τα καρύδια, το κοτόπουλο, ο μαϊντανός, το ψωμί ολικής αλέσεως, τα φασόλια και το καλαμπόκι.
Ημερήσια δόση : Η ΣΗΔ συνίσταται γύρω στα 10 mg την ημέρα για τις γυναίκες και 15 mg την ημέρα για τους άνδρες. Οι έγκυες και οι θηλάζουσες χρειάζονται επιπλέον 2 mg την ημέρα, για να εξασφαλίσουν επαρκή διαθέσιμη ποσότητα για το αναπτυσσόμενο έμβρυο ή βρέφος, αντίστοιχα αν και το ποσό αυτό καλύπτεται εύκολα από την αύξηση στην κατανάλωση της τροφής.
Απορρόφηση. Η απορρόφηση του Ψευδαργύρου γίνεται στο λεπτό έντερο. Η χαμηλή πρόσληψη του από την τροφή απορροφάται πολύ καλύτερα από την αυξημένη πρόσληψη. Η βιοδιαθεσιμότητά του εξαρτάται από τις τροφές από τις οποίες προέρχεται και των συνδυασμό αυτών. Διάφορα θρεπτικά συστατικά επηρεάζουν την απορρόφηση του δημιουργώντας σύμπλοκα τα οποία είτε αυξάνουν την απορρόφησή του είτε τη μειώνουν. Ο ψευδάργυρος που προσλαμβάνεται από τις ζωικές τροφές απορροφάται καλύτερα από αυτόν που βρίσκεται στις φυτικές τροφές. Η αυξημένη βιοδιαθεσιμότητα του Ψευδαργύρου από τις ζωικές τροφές πιστεύεται ότι οφείλεται στην αλληλεπίδρασή του με διάφορα αμινοξέα (κυρίως μεθειονίνη και κυστεΐνη), τα οποία δημιουργούν ενώσεις που απορροφώνται καλύτερα. Επίσης οι παγκρεατικές εκκρίσεις φαίνεται ότι παράγουν ένα άγνωστο προϊόν το οποίο βοηθά την απορρόφησή του. Ακόμη  η απορρόφησή του αυξάνεται λίγο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού. Διάφοροι διατροφικοί παράγοντες επηρεάζουν την απορρόφηση του Ψευδαργύρου. Τα φυτικά οξέα μειώνουν την απορρόφηση του. Από την άλλη η ζύμωση του ψωμιού μειώνει την παρουσία των φυτικών οξέων και αυξάνει την απορρόφηση του. Το κάδμιο και ο χαλκός ανταγωνίζονται με τον ψευδάργυρο για την ίδια πρωτεΐνη-μεταφορέα με αποτέλεσμα τη μειωμένη απορρόφηση του. Η υψηλή πρόσληψη σιδήρου φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά την απορρόφηση του, ενώ οι υψηλές προσλήψεις ασβεστίου μειώνουν τόσο την απορρόφηση του ψευδαργύρου όσο και την ισορροπία του στο ανθρώπινο σώμα. Το φυλλικό οξύ μπορεί επίσης να μειώνει την απορρόφηση του κυρίως όταν η πρόσληψη ψευδαργύρου είναι μειωμένη. Η επεξεργασία διαφόρων τροφών μπορεί να επηρεάσει τη βιοδιαθεσιμότητα του ψευδαργύρου. Η θέρμανση των τροφών προκαλεί τη δημιουργία συμπλόκων του ψευδαργύρου τα οποία αντιστέκονται στην υδρόλυση και δυσκολεύουν την απορρόφηση του.
Ανεπάρκεια. Συμπτώματα έλλειψης ψευδαργύρου, όπως μειωμένη ανάπτυξη στα παιδιά, αδυναμία και δερματικές κακώσεις, εμφανίζονται πολύ σπάνια, αλλά, αν υπάρχει υποψία έλλειψης, είναι σημαντικό να αναζητηθεί ιατρική βοήθεια. Ως γενικός κανόνας, μια ισορροπημένη δίαιτα είναι επαρκής για να παρέχει όλα τα θρεπτικά συστατικά, ενώ τα συμπληρώματα είναι χρήσιμα, μόνο όταν δεν λαμβάνουμε αρκετά θρεπτικά συστατικά από τη δίαιτα (για παράδειγμα, σε ανεπαρκή θερμιδική πρόσληψη, αλκοολισμό, νόσημα του πεπτικού συστήματος).
Τοξικότητα. Πρόσληψη ψευδαργύρου μεγαλύτερη από 200 mg είναι πολύ τοξική και προκαλεί έμετο και ναυτία, ενώ η μακροχρόνια συμπληρωματική χρήση του μεταξύ 18.5-25mg την ημέρα μπορεί να αλληλεπιδράσει με την απορρόφηση του χαλκού και του σιδήρου. Αυτό συμβαίνει, διότι ο χαλκός, ο σίδηρος και ο ψευδάργυρος ανταγωνίζονται για το ίδιο μονοπάτι εισόδου από το έντερο στην κυκλοφορία του αίματος, οπότε μια υπερβολική πρόσληψη ενός μετάλλου θα ταράξει την απορρόφηση των άλλων.
Αλληλεπιδράσεις. Ο ψευδάργυρος φαίνεται να επηρεάζει τη μεταφορά της Βιταμίνης Α στο ανθρώπινο σώμα. Συγκεκριμένα είναι απαραίτητος για τη σύνθεση της πρωτεΐνης στην οποία συνδέεται η ρετινόλη και η οποία είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά της βιταμίνης Α στο αίμα. Η αυξημένη πρόσληψη συμπληρωμάτων ψευδαργύρου μειώνει τη συγκέντρωση χαλκού στο σώμα και σε μεγάλες ποσότητες μπορεί να προκαλέσει και ανεπάρκεια χαλκού. Ακόμη μπορεί να οδηγήσει και σε μειωμένη απορρόφηση ασβεστίου, ιδιαίτερα αν η πρόσληψη ασβεστίου είναι πολύ χαμηλή (230mg).
Θεραπευτικές χρήσεις. Τα συμπληρώματα ψευδαργύρου χρησιμοποιούνται βοηθητικά στη θεραπεία δερματολογικών προβλημάτων, όπως τα έλκη στα πόδια, αλλά μόνο στα άτομα τα οποία είχαν αρχικά χαμηλά επίπεδα ψευδαργύρου. Οι κρέμες ψευδαργύρου που εφαρμόζονται άμεσα στην πληγή είναι πιο αποτελεσματικές στη μείωση της μόλυσης και την προαγωγή της επούλωσης απ’ ό,τι τα συμπληρώματα. Επιπλέον, ο ψευδάργυρος περιέχεται πια συχνά σε κρέμες κατά της ακμής και σε σαμπουάν για διάφορες καταστάσεις του τριχωτού της κεφαλής, με σκοπό να ενισχύσει την επούλωση.